επιδεινωτικός

επιδεινωτικός
η , ό[ν]
1) свидетельствующий об ухудшении, осложнении; 2) ухудшающий, осложняющий, усугубляющий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "επιδεινωτικός" в других словарях:

  • επιδεινωτικός — ή, ό [επιδεινώνω] αυτός που προκαλεί επιδείνωση …   Dictionary of Greek

  • παροξυντικός — ή, ό / παροξυντικός, ή, όν, ΝΜΑ [παροξύνω] νεοελλ. αυτός που επέρχεται με παροξυσμό («παροξυντική αιμοσφαιρινουρία») μσν. αρχ. 1. αυτός που παροξύνει, ο κατάλληλος στο να παροξύνει, ο παρορμητικός, ο διεγερτικός, ο προτρεπτικός («παροξυντικόν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»